πλέθρου

πλέθρου
πλέθρον
measure of length of
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ισόθι — ἰσόθι (Α) επίρρ. (αρκαδ. τ.) εντός, εσωτερικά, μέσα στα όρια («ἰσόθι πλέθρῳ» μέσα στα όρια ενός πλέθρου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + επιρρ. κατάλ. θι*] …   Dictionary of Greek

  • πλέθρισμα — τὸ, Α [πλεθρίζω] (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) αγώνας δρόμου σε στάδιο μήκους ενός πλέθρου …   Dictionary of Greek

  • πλεθρίζω — Α [πλέθρον] 1. διατρέχω απόσταση ενός πλέθρου 2. μτφ. καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαλαυχώ …   Dictionary of Greek

  • πλεθριαίος — α, ο / πλεθριαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που έχει μήκος ενός πλέθρου («γέφυρα πλεθριαία τὸ πλάτος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέθρον + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μεδιμν ιαίος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”